- μικροχειρουργική
- Μέθοδος χειρουργικής που υποβοηθείται από ένα ειδικό μικροσκόπιο, που επιτρέπει στον χειρουργό να εγχειρίζει μικροχειρουργική. Μέθοδος χειρουργικής που υποβοηθείται από ένα ειδικό μικροσκόπιο, που επιτρέπει στον χειρουργό να εγχειρίζει μικροσκοπικούς, λεπτούς ή όχι εύκολα προσεγγίσιμους ιστούς, για παράδειγμα το μάτι.
* * *ηιατρ. σύνολο εγχειρητικών τεχνικών που εκτελούνται με τη βοήθεια μικροσκοπίου και με τη χρησιμοποίηση ειδικών λεπτότατων οργάνων και ατραυματικού υλικού ραφής.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microchirurgie (βλ. μικρ[ο]-)].
Dictionary of Greek. 2013.