μικροχειρουργική

μικροχειρουργική
Μέθοδος χειρουργικής που υποβοηθείται από ένα ειδικό μικροσκόπιο, που επιτρέπει στον χειρουργό να εγχειρίζει μικροχειρουργική. Μέθοδος χειρουργικής που υποβοηθείται από ένα ειδικό μικροσκόπιο, που επιτρέπει στον χειρουργό να εγχειρίζει μικροσκοπικούς, λεπτούς ή όχι εύκολα προσεγγίσιμους ιστούς, για παράδειγμα το μάτι.
* * *
η
ιατρ. σύνολο εγχειρητικών τεχνικών που εκτελούνται με τη βοήθεια μικροσκοπίου και με τη χρησιμοποίηση ειδικών λεπτότατων οργάνων και ατραυματικού υλικού ραφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. microchirurgie (βλ. μικρ[ο]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μικροχειρουργική — η κλάδος της χειρουργικής που γίνεται με τη χρήση χειρουργικού μικροσκοπίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

  • ιστολογία — Κλάδος της ανατομικής που ασχολείται με τη μελέτη των ιστών (επιθηλιακός, νευρικός, μυϊκός, συνδετικός και υγροί ιστοί αίμα και λέμφος). Πρακτικά η ι. επεκτείνει την έρευνά της έως τα κύτταρα, αλλά το κεφάλαιο της κυτταρολογίας, λόγω της συνεχούς …   Dictionary of Greek

  • μεροτομία — η βιολ. πειραματική μικροχειρουργική επέμβαση στο κύτταρο, που επιτρέπει τη μελέτη τής φυσιολογικής δράσης τού πυρήνα στο κυτταρόπλασμα …   Dictionary of Greek

  • τυμπανοπλαστική — και τυμπανοπλαστία, η, Ν ιατρ. επανορθωτική μικροχειρουργική επέμβαση σε ένα ή περισσότερα από τα στοιχεία τού τυμπανοοσταριακού συστήματος, αλλ. τυμπανοπλαστία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”